- φιλαλήθεια
- ητο να είναι κανείς φιλαλήθης, η αγάπη προς την αλήθεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φιλαληθείᾳ — φιλαληθείᾱͅ , φιλαλήθεια sincerity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαλήθεια — η, ΝΜΑ [φιλαλήθης] η αγάπη για την αλήθεια, ειλικρίνεια νεοελλ. (φιλοσ.) α) (κατά τη μεταφυσ. θεολ. αντίληψη) δεδομένη και απόλυτη ιδιότητα τού υπέρτατου όντος, η οποία ταυτίζεται με την έννοια τής αλήθειας, έξω από κάθε τοπικό ή χρονικό… … Dictionary of Greek
φιλαληθείας — φιλαληθείᾱς , φιλαλήθεια sincerity fem acc pl φιλαληθείᾱς , φιλαλήθεια sincerity fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek
αλήθεια — Η ακρίβεια. Αυτό που δεν είναι ψευδές ή πλαστό. Αυτό που υπάρχει αντικειμενικά. Η πραγματικότητα. Η α. συνιστά το πρωταρχικό και δυσκολότερο πρόβλημα της ανθρώπινης γνώσης. Είναι το πρωταρχικό, στον βαθμό που η προσπάθεια για την προσέγγισή του… … Dictionary of Greek
αληθευτικός — ἀληθευτικός, ή, ὸν (AM) [ἀληθευτής] 1. αυτός που δεν κρύβει την αλήθεια, φιλαλήθης, ειλικρινής 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀληθευτικόν η φιλαλήθεια … Dictionary of Greek
αληθομανία — η [αληθομανής] φιλαλήθεια μέχρι μανίας, αναζήτηση τής αλήθειας με πάθος … Dictionary of Greek
αληθοσύνη — η (Α ἀληθοσύνη) η αλήθεια, η φιλαλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τής λ. αλήθεια] … Dictionary of Greek
αυτοβιογραφία — Λογοτεχνικό είδος του πεζού γραπτού λόγου, στο κείμενο του οποίου ο συγγραφέας εξιστορεί την ίδια του τη ζωή. Διαφέρει από τη βιογραφία γιατί σε αυτήν ο συγγραφέας περιγράφει τη ζωή ενός άλλου προσώπου και όχι τη δική του. Η α. διαφέρει και από… … Dictionary of Greek